- αστένευτος
- η , ο1) не ставший узким (об одежде, обуви); 2) не поддающийся суживанию
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αστένευτος — η, ο 1. εκείνος που δεν έχει ή δεν μπορεί να στενέψει («αστένευτος δρόμος, αστένευτο φόρεμα») 2. ανεξάρτητος … Dictionary of Greek